ενοχοποιητικός

ενοχοποιητικός
-ή, -ό
επίρρ. που ενοχοποιεί, που συντελεί στο να αποδείξει ένοχο κάποιον: Ενοχοποιητικό έγγραφο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ενοχοποιητικός — ή, ό αυτός που συντελεί ώστε να θεωρηθεί ένοχος κάποιος («ενοχοποιητικά στοιχεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενοχοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μηνυτικός — και δωρ. τ. μανυτικός, ή, όν (Α) [μηνύω] 1. αυτός που περιέχει πληροφορίες εις βάρος κάποιου, ενοχοποιητικός 2. δηλωτικός, εκφραστικός. επίρρ... μηνυτικῶς / (ΑΜ) με μηνυτικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ένοχος — η, ο 1. που ενέχεται σε αξιόποινη πράξη, που έκανε σφάλμα ή έγκλημα: Ένοχος κλοπής. 2. ενοχοποιητικός, ύποπτος, μη αθώος, αθέμιτος: Ένοχη σιωπή. – Ένοχες σχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”